ΘΩΜΑΣ ΣΙΤΑΡΑΣ
«Ξαίρετε τον κυρ Σταύρο; »Δεν μπορεί να μην τον ξαίρετε αν είσθε Αθηναίος βέρος.
Είνε ο πρωτοπόρος των μπαιν-μιξτ στην Ελλάδα. Aυτός είνε που έστησε την πρώτη παράγκα προ ετών (σ.σ. 1928) στο Καβούρι και μάζεψε τους γλεντζέδες με τις κοκότες και τις παξιμάδες εκεί...
Στην περίφημη “Ντωβίλ” του γινόταν κάθε βράδυ χαλασμός. Τότε και η λέξις μπαιν-μιξτ ήταν, που λέτε, άγνωστη στην Ελλάδα. Και όμως στην “Ντωβίλ” του κυρ Σταύρου, τα μικτά λουτρά δίνανε και παίρνανε και στα φυσικά σεπαρέ των θάμνων της ακρογιαλιάς, κάτω απ’ τα πεύκα, το κολύμπι συνεχιζόταν επάνω στην άμμο, ανά δύο.
– Ε! ευτυχισμένη εποχή! λέει ο κυρ Σταύρος και παίζει το κομπολόι του. Λεφτά... κάργα. Και γλέντι, όχι αστεία... »Τώρα ο κυρ Σταύρος για να μην ξεχάση το επάγγελμα, αφού την “Ντωβίλ” την έφαγαν οι καρχαρίαι των οικοπέδων, έγινε φύλακας στις μπανιέρες των επισήμων πια μπαιν-μιξτ. – Άλλη φορά, μας λέγει, είχε περισσότερο γούστο. Ήταν κρυφό. Τώρα όλα είνε στη φόρα...
– Πώς δηλαδή;
– Να. Ας πούμε ότι έρχεται ένα ζευγαράκι... Νοικιάζει μια καμπίνα μαζί. Τι θα κάνη, νομίζεις; – Θα γδυθή. – Όχι. Αυτό γινόταν άλλη φορά. Τώρα όμως...
– Δεν πιστεύω να πέφτουνε με τα ρούχα στη θάλασσα!
– Όχι. Αλλά τώρα είνε, λέει, της μόδας εκείνη να γδύνη τον καβαλιέρο της...
– Γιατί;
– Γιατί αυτό έχει περισσότερο γούστο... Τον γδύνει σιγά με προσοχή. Ύστερα τον φιλά... για να τον ερεθίση. Ύστερα τον αφίνει τελείως γυμνό...
– Μπα; – Βέβαια. Κι’ ύστερα γδύνεται και κείνη! Τώρα οι γυναίκες κάμουν ό,τι κι’ αν κάμουν...
– Και πώς τα ξαίρεις εσύ αυτά; – Μα, αφού τα βλέπω! Κάθε καμπίνα έχει και το μυστικό παραθυράκι της. Κρατάω που κρατάω το φανάρι. Γιατί σε παρακαλώ να μην ξαίρω τι... φωτίζω;
»Ο κυρ Σταύρος είνε, καθώς βλέπετε, φιλόσοφος. Αν και περασμένης ηλικίας, είνε εν τούτοις κοτσονάτος. Το λέει η καρδιά του. – Εκείνο που έχει περισσότερο γούστο δεν είνε τα ζευγάρια... Είνε τα άλλα, τα καινούργια, τα μοντέρνα... Ε! αυτά είνε κι’ αν είνε!
– Τι κάνουν δηλαδή;
– Τι κάνουν; Μα τι να σου πω... παράξενα πράγματα. Ένας άντρας με μια γυναίκα τι μπορεί να κάνουν; Συνηθισμένα πράγματα. Μόλις εκείνη γδυθή, πέφτει στην αγκαλιά του και τότε μπερδεύονται οι δυο, ενώνοντας τα κορμιά τους... Αυτό βαστά κάμποσο, αναλόγως τη γυναίκα. Βλέπεις, η λύσσα είνε κάτι που τόχουμε από γενησιμιό μας... Όμως τα άλλα, τα άλλα τα ζευγάρια να δης...
– Για πες μου!
– Τι να σου πω; Όταν έρθη γυναίκα με γυναίκα, ε, τότε είνε μεγάλο γλέντι!
»Ο κυρ Σταύρος, μολονότι είχε ιδή στη ζωή του τόσα πράγματα, εξερογλύφτηκε σαν μαθητούδι... Τα μάτια του άστραψαν κι’ ύστερα είπε:
– Αχ! τα παιγνίδια τους! Λέμε κι’ εμείς οι άντρες πως κάτι είμαστε. Κολοκύθια! Εκείνες, εκείνες τα ξαίρουν όλα!
Να δης παιχνιδάκια που κάνουν οι αφιλότιμες σαν είνε ερωτευμένες... Να δης πόζες που παίρνουν, να δης χαμόγελα, να δης σορόπια, να δης γλύκες που να τα χάνης... Τύφλα νάχουν τα δικά μας τα χάδια...
Είνε μια που κουβαλάει κάθε μέρα κι’ από ένα... Πού τα βρίσκει! Κάτι ξεπεταρούδια, μπουκιά και συχώριο που λες... Το μεγαλύτερο όμως γούστο, έχουν τα άβγαλτα.
– Πώς; Έρχονται στα μπάνια; – Ου! ρωτάς! Ένα σωρό κόλπα ξαίρουνε οι “αποτέτοιες”. Οι περισσότερες έχουν λεφτά. Λοιπόν, βρίσκουνε τίποτα φτωχοκόριτσα απ’ το σχολειό τους και πιάνουνε φιλίες. Εκείνα δεν ξαίρουνε τι θα πη μπαιν-μιξτ. Ακούνε όμως μπάνια και κολλά η γλώσσα τους από γλύκα... Η “αποτέτοια” της λέει: “Έλα, χρυσό μου, να δης τι θαύματα γίνονται εκεί, τι κόσμος, τι τουαλέττες, τι αριστοκρατία”! Και το μικρό κοκκινίζει.
Πώς να πάη που δεν έχει ούτε τα ναύλα του; Η άλλη, τότε, του στήνει τη μηχανή: “Εγώ, Φιφίκα μου, που σ’ αγαπώ, θα σε πάω. Θα σε τρατάρω ένα μπάνιο”. Και της ψωνίζει ένα όμορφο μπανιερό, προτού την ψωνίσει την ίδια. Και τότε βλέπεις να καταπλέουν... Από μακρυά τις καταλαβαίνεις. Η μικρή είνε σαστισμένη.
Δεν έχει ακόμα ψηθεί... – Κι’ ύστερα τι γίνεται; – Τι να γίνη; Δεν καταλαβαίνεις τώρα; Γίνεται... το μυστήριο. Η Φιφίκα ντρέπεται να γδυθή... Πολλές φορές δεν έχει όμορφα ασπρόρουχα... Αλλά με το καλό συνηθίζει... Προτού της βάλη το μπανιερό, αρχίζει να την θαυμάζει: “Μα εσύ είσαι σωστή κούκλα! Ω τι στήθος που έχεις!.. Για ιδές το δικό μου... και αυτά τα πόδια... Τι ομορφιές που χάνονται έτσι στ’ άδικα!... Έλα εδώ, μικράκι μου, να τις χαρώ εγώ και να χαρούν και κείνες!...» Η μικρούλα αντιστέκεται. Ε! όσο και να πης, πρώτη φορά είνε. Ύστερα όμως συνηθίζει. “Μα τι κάνεις έτσι σαν χωριατοπούλα!”, της λέει η άλλη. “Γυναίκες είμαστε!
Την τιμή σου θα σου πάρω;” Και αρχίζουν τα όργια και οι αναστεναγμοί, που ξεσηκώνουν και άγαλμα, φίλε μου!» Αυτά αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες εξομολογήθηκε ο μπερμπάντης «φύλακας» το 1933 στο πικάντικο περιοδικό «Το σαλονάκι».
Θα μου πείτε βέβαια, πικάντικο περιοδικό ήταν αν δεν έγραφε τέτοια πως θα πουλούσε φύλλα. Όταν όμως διαβάζεις στα σοβαρά «Αθηναϊκά Νέα» ποιηματάκια όπως το παρακάτω, κάτι σοβαρό παιζότανε στην Παλιά μας Αθήνα ! «Ολίγον πριν επέλθη η νυξ, εις της Γλυφάδας τα μπαιν-μιξτ τελούνται όργια.
Εκεί συμφύρονται αναμίξ. Αχ, απορία ψάλτου βηξ! κοράσια και... αγόργια. Ανά τα κύματα εκεί φεύγει ο Κοκός και η Κική την πόλιν κάμινον• Πλάθεται εκεί νέα φυλή εκεί φουσκώνει το φιλί μετ’... εννεάμηνον»
Πηγή: www.lifo.gr