Η γενιά των Ελλήνων που γεννήθηκε έπειτα από τη Μεταπολίτευση, είναι η πρώτη από συστάσεως του ελληνικού κράτους που απολαμβάνει έναν αδιατάρακτο δημοκρατικό και ειρηνικό βίο. Δε γνώρισε απελευθερωτικούς πολέμους, πραξικοπήματα, εμφύλιες συρράξεις, εξορίες, κοινωνικούς αποκλεισμούς και πραγματική φτώχεια. Άκουσε εντυπωσιασμένη γι’ αυτήν τη δύσκολη Ελλάδα από τις αφηγήσεις του παππού και της γιαγιάς με τη μόνιμη επωδό ότι «εσείς τώρα έχετε όλα τα αγαθά». Είναι πράγματι εντυπωσιακές οι αλλαγές που συντελέστηκαν στο επίπεδο διαβίωσης από τα μέσα έως τα τέλη του 20ού αιώνα.


Η γενιά που μεγάλωσε τη δεκαετία τού ’80, βίωσε τη διαρκή προσπάθεια προσαρμογής στις αλλαγές στον τρόπο ζωής που επέφερε η αύξηση των εισοδημάτων και, κυρίως, η αλματώδης εξέλιξη της τεχνολογίας. Από την ασπρόμαυρη άνευ τηλεχειριστηρίου τηλεόραση, στην έγχρωμη και τώρα στη smart TV, από τον Amstrad με μονόχρωμη οθόνη στα laptops και τα tablets, από την κλασική τηλεφωνική συσκευή στα πολυδύναμα εργαλεία smartphones για την επικοινωνία και την κοινωνική δικτύωση.

Τελικά, όμως, αποδείχθηκε εσφαλμένη η πρόβλεψη των προγόνων μας ότι είμαστε η γενιά της ευμάρειας. Οι πραγματικές αλλαγές στον τρόπο ζωής καλλιέργησαν μία ψευδαίσθηση ευημερίας, αλλά δεν κατοχύρωσαν τα θεμελιώδη για τη βιωσιμότητά της. Κάπως έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση της χρεωκοπίας του κράτους, της δανειακής εξάρτησης, της κατακόρυφης πτώσης τού ΑΕΠ κατά 25%, της αποψίλωσης των εισοδημάτων από τη φορολογία, της υποβάθμισης των δημοσίων υπηρεσιών υγείας και της ανεργίας-ρεκόρ τού 27% (και 60% για τους νέους).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάσταση αυτή αναλογεί στο πολιτικό προσωπικό, τα κόμματα και τις ηγεσίες τους (βλ. Μ. Παπάζογλου, «Σύγχρονη Πολιτική Ηγεσία. Κρίση και Νέα Θεμέλια Διακυβέρνησης», εκδ. Παπαζήση, 2012). Κανένας όμως δεν μπορεί να χορηγήσει συγχωροχάρτι στην κοινωνία, η οποία εξέθρεψε, ψήφισε, ανέχτηκε και τελικά συνείργησε με αυτές τις πολιτικές ηγεσίες. Οι μόνοι που έχουν άλλοθι, είναι όσοι ήταν ακόμη μαθητές την περίοδο εκείνοι.

Οι τελευταίοι, όμως, χάνουν το τεκμήριο αθωότητας γιατί πολλοί εκπρόσωποί τους πλέον αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας. Ο κ. Τσίπρας είναι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι κ.κ. Α. Παπαμιμίκος και Ν. Ανδρουλάκης ανέλαβαν τη θέση του γραμματέα τής Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα, και πολλοί άλλοι έχουν εκλεγεί βουλευτές, δήμαρχοι κ.ά.. Το μεγάλο στοίχημα της ανανέωσης μπορεί, όμως, να αποδειχθεί και ο λόγος για την απαξίωση της γενιάς αυτής.

Έχουμε πολλούς λόγους να θεωρούμε ότι οι νέοι πολιτικοί είναι φτιαγμένοι από παλιά υλικά, διαμορφωμένοι στα κομματικά καλούπια και γαλουχημένοι στις αξίες του πελατειακού κράτους. Κυρίως, δεν είναι αντιπροσωπευτικοί της γενιάς τους, η οποία διαθέτει συγκριτικά το καλύτερο μορφωτικό επίπεδο και επαγγελματικές ικανότητες που είχε ποτέ νέα γενιά στη χώρα. Ωστόσο, σπάνια θα συναντήσει κάποιος νέο πολιτικό με σοβαρή επαγγελματική σταδιοδρομία, με διεθνείς εμπειρίες, με τεκμήρια προόδου και προσπάθειας σε ανταγωνιστικές συνθήκες εργασίας και μόρφωσης.

Ένα post στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένας τρόπος εμφάνισης και παρουσίας δεν αρκούν για να συγκαλύψουν την έλλειψη γλωσσομάθειας και ευρύτερης μόρφωσης, την αδυναμία να ανταποκριθείς σε ένα περιβάλλον με απαιτήσεις άμιλλας, εντελώς διαφορετικό από τα κλειστά συστήματα δημοσίων σχέσεων των κομμάτων και μέσων ενημέρωσης.

Εξάλλου, η απότομη ανέλιξή τους στα κομματικά αξιώματα, χάριν μίας βεβιασμένης ανανέωσης, τους στερεί μία στοιχειώδη προετοιμασία σε ενδιάμεσες θέσεις πολιτικής ευθύνης. Πώς, άραγε, θα ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των κορυφαίων κομματικών και κυβερνητικών θέσεων όταν δεν έχουν άμεση γνώση της λειτουργίας των κατώτερων και ενδιάμεσων επιπέδων των κομματικών και διοικητικών λειτουργιών;

Είναι ενδεικτικό ότι νέοι και παλαιοί πολιτικοί εξακολουθούν να μην μπορούν να κωδικοποιήσουν τα αιτήματα και τα οράματα της μετά την κρίση Ελλάδας. Ο κ. Τσίπρας έχει στο μυαλό του ένα μείγμα εμφυλιοπολεμικών αναμνήσεων, παπανδρεϊσμού, αντιιμπεριαλισμού και εθνικής ομφαλοσκόπησης όταν η Ευρώπη φαίνεται ότι χάνει οριστικά τη μάχη της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας έναντι των αναδυόμενων οικονομιών. Ο κ. Σαμαράς ανακοινώνει ότι «το 2021, στην επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, η Νέα Ελλάδα δε θα είναι “όραμα”. Θα είναι πραγματικότητα! Και θα είναι το ελάχιστο Χρέος αυτής της γενιάς προς την επόμενη. Ώστε να μην αφήσουμε στα παιδιά μας την Ελλάδα που τα διώχνει.». Αλλά στο διά ταύτα, κανένας δεν έμαθε τις λεπτομέρειες ενός τέτοιου προγράμματος, ούτε έμαθε για κάποιο risk assessment αν τυχόν οι τρέχουσες μεταρρυθμίσεις δεν τελεσφορήσουν.

Η γενιά τού ’80 δεν μπορεί να κριθεί μόνον από τους πολιτικούς που φαίνεται ότι την εκπροσωπούν. Πρέπει να πρωτοστατήσει, μαζί με τις επόμενες γενιές, για την οριστική διαγραφή των ψευδαισθήσεων με τις οποίες μεγαλώσαμε. Με τα ισχυρά εφόδια που διαθέτει, μπορεί να φέρει μία πραγματική επανάσταση στην οικονομία, την παιδεία, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Κυρίως, να διασφαλίσει τα θεμελιώδη για μία πραγματική ευημερία, με θέσεις απασχόλησης, εισοδήματα με αντίκρισμα στην παραγωγικότητα, εξωστρέφεια και αξιοκρατία. Αν το πολιτικό προσωπικό αποδειχθεί άξιος συμπαραστάτης, ακόμη καλύτερα. Αλλά δε θα γίνουμε εκ νέου όμηροι μίας κατώτερης των περιστάσεων πολιτικής τάξης.



  • * Ο Μάνος Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
_________________________